Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

βαδίζω στο

  • 1 άγνωστο(ν)

    το 1. неизвестность;

    βαδίζω στο άγνωστο(ν) — шагать в неизвестность;

    2. επίρρ. неизвестно;

    άγνωστο(ν) πότε θα έρθει — неизвестно, когда он придёт

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άγνωστο(ν)

  • 2 άγνωστο(ν)

    το 1. неизвестность;

    βαδίζω στο άγνωστο(ν) — шагать в неизвестность;

    2. επίρρ. неизвестно;

    άγνωστο(ν) πότε θα έρθει — неизвестно, когда он придёт

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άγνωστο(ν)

  • 3 πατώ

    (ε), πατάω 1. μετ.
    1) ступать, становиться ногой, наступать;

    πατώ στη γη — ступать на землю;

    με πάτησες (τό πόδι) ты наступил мне на ногу;
    πρόσεχε πού πατάς смотри, куда ступаешь; 2) топтать, мять, приминать;

    πατώ τό χορτάρι — топтать траву;

    3) утаптывать, уминать; набивать, напихивать;

    πατώ τό χώμα (χιόνι) — утаптывать землю (снег);

    πάτησε τον καπνό στο τσιμπούκι он набил трубку табаком;
    πάτα καλά τα ρούχα μέσα στο μπαούλο утрамбуй хорошенько вещи в чемодане; 4) мять, давить, выжимать; топтать (виноград и т. п.); 5) нажимать, надавливать;

    πατώ τό κουμπί — нажимать на кнопку;

    6) давить, раздавливать, убивать;
    τον πάτησε το τραίνο он попал под поезд; 7) совершать налёт, ограбление;

    πατώ τό μαγαζί — ограбить магазин;

    § πατώ πόδι — топать ногой, требовать, настаивать;

    πατείς με πατώ σε — давка, толкотня;

    τον πάτησα στον κάλο или του πάτησα τον κάλο я наступил ему на любимую мозоль, я его задел за живое;

    δεν πατει ρόδα εδώ — здесь не проедешь на машине;

    πατώ τον όρκο μου — нарушать клятву;

    πάτησε λίγο το πουκάμισο погладь рубашку;
    του πάτησε ξύλο (или γροθιές) он его здорово избил; του πάτησε κατσάδα (βρισίδι) он ему задал головомойку, он его как следует отчитал; πάτησα φαΐ γιά πέντε νομάτους я поел за пятерых; πάτησα δουλειά (φαΐ) με την ψυχή μου я потрудился на славу; я вкалывал будь здоров (я наелся до отвала);

    με πατάει το παπούτσι — ботинок давит, жмёт;

    2. αμετ.
    1) часто посещать, захаживать;

    δεν πατάει στο θέατρο — он редко ходит в театр;

    2) быстро ходить, бежать;
    3) доставать до дна ногами;

    § πατώ γερά ( — или σταθερά) — стоять устойчиво, не шататься;

    δεν πατώ — не переступать порог, не бывать где-л., не ходить куда-л.;

    δεν πατεί χάμου — он высокомерен;

    δεν πατας καλά — ты нехорошо себя ведёшь;

    πατώ στα κάρβουνα — сидеть как на углях, как на иголках;

    πάτησες στην πίττα ты сел в лужу;
    ακολουθώ (или βαδίζω) την πεπατημένην идти по проторённой дорожке

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πατώ

См. также в других словарях:

  • βαδίζω — (AM βαδίζω) 1. κινούμαι, προχωρώ με προβολή του ενός ποδιού και στήριξη του άλλου στο έδαφος, εναλλάξ, σε κανονικό ρυθμό 2. κατευθύνομαι νεοελλ. 1. συμπεριφέρομαι, ενεργώ («καλά βαδίζει») 2. φρ. «βαδίζω επί τα ίχνη κάποιου» ή «βαδίζω στ αχνάρια… …   Dictionary of Greek

  • συμπαραβαδίζω — Α βαδίζω στο πλευρό κάποιου άλλου, βαδίζω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρα * + βαδίζω] …   Dictionary of Greek

  • καρκινοβατώ — έω 1. βαδίζω σαν τον κάβουρα, βαδίζω προς τα πίσω 2. μτφ. βαδίζω αργά, προχωρώ αργά και χωρίς σταθερότητα στο έργο μου 3. αποτυγχάνω στο έργο μου, δεν προοδεύω, οπισθοδρομώ («η επιχείρηση καρκινοβατεί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκινοβάτης. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… …   Dictionary of Greek

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • πάρειμι — (I) ΜΑ 1. παρέρχομαι, περνώ από κοντά («ὥσπερ οἱ δειλοὶ κύνες τοὺς μὲν παριόντας διώκοντες καὶ δάκνουσι», Ξεν.) 2. υπερτερώ, ξεπερνώ κάποιον (α. «ἐφάνη ἀνήρ... ὅς σε καὶ πάρεισι... πανουργίᾳ καὶ θράσει» φάνηκε ο άνδρας που θα σέ πάψει και θα σέ… …   Dictionary of Greek

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»